Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκανδάληθρον
σκανδαλίζω
σκάνδαλον
σκάνδιξ
σκαπανεύς
σκαπάνη
σκάπτειρα
σκαπτήρ
σκᾶπτον
σκαπτός
σκάπτω
σκαρδαμύσσω
σκαριφησμός
σκατοφάγος
σκαφεύς
σκάφη
σκαφίδιον
σκαφίς
σκάφος
σκάφος2
σκεδάννυμι
View word page
σκάπτω
σκάπτω Root !σκαφ to dig, delve, μοχθεῖν καὶ σκ. Ar.; proverb., σκάπτειν οὐκ ἐπίσταμαι Ar. c. acc., to dig the ground, Xen., Luc. to dig about, φυτὰ σκ. (as we say to hoe turnips), Hhymn.: metaph. to dig up, Eur. σκ. τάφρον to dig a trench, Thuc.:—Pass., τὰ ἐσκαμμένα scores to mark a leap, metaph., ὑπὲρ τὰ ἐσκαμμένα ἅλλεσθαι to overleap the mark, Plat.

ShortDef

to dig, delve

Debugging

Headword:
σκάπτω
Headword (normalized):
σκάπτω
Headword (normalized/stripped):
σκαπτω
IDX:
29641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29676
Key:
ska/ptw

Data

{'content': 'σκάπτω\n Root !σκαφ\n to dig, delve, μοχθεῖν καὶ σκ. Ar.; proverb., σκάπτειν οὐκ ἐπίσταμαι Ar.\n c. acc.,\n to dig the ground, Xen., Luc.\n to dig about, φυτὰ σκ. (as we say to hoe turnips), Hhymn.: metaph. to dig up, Eur.\n σκ. τάφρον to dig a trench, Thuc.:—Pass., τὰ ἐσκαμμένα scores to mark a leap, metaph., ὑπὲρ τὰ ἐσκαμμένα ἅλλεσθαι to overleap the mark, Plat.', 'key': 'ska/ptw'}