Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Σκάμανδρος
σκανδάληθρον
σκανδαλίζω
σκάνδαλον
σκάνδιξ
σκαπανεύς
σκαπάνη
σκάπτειρα
σκαπτήρ
σκᾶπτον
σκαπτός
σκάπτω
σκαρδαμύσσω
σκαριφησμός
σκατοφάγος
σκαφεύς
σκάφη
σκαφίδιον
σκαφίς
σκάφος
σκάφος2
View word page
σκαπτός
σκαπτός σκαπτός, ή, όν σκάπτω dug: that may be dug: —Σκαπτὴ ὕλη a district in Thrace, Hdt.
ShortDef
dug: that may be dug
Debugging
Headword:
σκαπτός
Headword (normalized):
σκαπτός
Headword (normalized/stripped):
σκαπτος
IDX:
29640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29675
Key:
skapto/s
Data
{'content': 'σκαπτός\n σκαπτός, ή, όν\n σκάπτω\n dug: that may be dug: —Σκαπτὴ ὕλη a district in Thrace, Hdt.', 'key': 'skapto/s'}