Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Σκαμάνδριος
Σκάμανδρος
σκανδάληθρον
σκανδαλίζω
σκάνδαλον
σκάνδιξ
σκαπανεύς
σκαπάνη
σκάπτειρα
σκαπτήρ
σκᾶπτον
σκαπτός
σκάπτω
σκαρδαμύσσω
σκαριφησμός
σκατοφάγος
σκαφεύς
σκάφη
σκαφίδιον
σκαφίς
σκάφος
View word page
σκᾶπτον
σκᾶπτον σκᾶπτον, ου, τό, Doric for σκῆπτρον.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκᾶπτον
Headword (normalized):
σκᾶπτον
Headword (normalized/stripped):
σκαπτον
IDX:
29639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29674
Key:
ska=pton

Data

{'content': 'σκᾶπτον\n σκᾶπτον, ου, τό,\n Doric for σκῆπτρον.', 'key': 'ska=pton'}