Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκάλοψ
Σκαμάνδριος
Σκάμανδρος
σκανδάληθρον
σκανδαλίζω
σκάνδαλον
σκάνδιξ
σκαπανεύς
σκαπάνη
σκάπτειρα
σκαπτήρ
σκᾶπτον
σκαπτός
σκάπτω
σκαρδαμύσσω
σκαριφησμός
σκατοφάγος
σκαφεύς
σκάφη
σκαφίδιον
σκαφίς
View word page
σκαπτήρ
σκαπτήρ σκαπτήρ, ῆρος, ὁ, a digger, delver, Hom. ap. Arist.

ShortDef

a digger, delver

Debugging

Headword:
σκαπτήρ
Headword (normalized):
σκαπτήρ
Headword (normalized/stripped):
σκαπτηρ
IDX:
29638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29673
Key:
skapth/r

Data

{'content': 'σκαπτήρ\n σκαπτήρ, ῆρος, ὁ,\n a digger, delver, Hom. ap. Arist.', 'key': 'skapth/r'}