Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκαλμός
σκάλοψ
Σκαμάνδριος
Σκάμανδρος
σκανδάληθρον
σκανδαλίζω
σκάνδαλον
σκάνδιξ
σκαπανεύς
σκαπάνη
σκάπτειρα
σκαπτήρ
σκᾶπτον
σκαπτός
σκάπτω
σκαρδαμύσσω
σκαριφησμός
σκατοφάγος
σκαφεύς
σκάφη
σκαφίδιον
View word page
σκάπτειρα
σκάπτειρα σκάπτειρα, ἡ, fem. of σκαπτήρ, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σκάπτειρα
Headword (normalized):
σκάπτειρα
Headword (normalized/stripped):
σκαπτειρα
IDX:
29637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29672
Key:
ska/pteira
Data
{'content': 'σκάπτειρα\n σκάπτειρα, ἡ,\n fem. of σκαπτήρ, Anth.', 'key': 'ska/pteira'}