Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνοικτίρμων
ἀνοίκτιστος
ἄνοικτος
ἀνοικτός
ἀνοιμώζω
ἀνοιμωκτί
ἀνοίμωκτος
ἄνοιξις
ἀνοιστέος
ἄνοιστος
ἀνοιστρέω
ἀνοκωχεύω
ἀνοκωχή
ἀνολβία
ἄνολβος
ἀνολκή
ἀνολολύζω
ἀνολοφύρομαι
ἀνομαλίζω
ἄνομβρος
ἀνομέω
View word page
ἀνοιστρέω
ἀνοιστρέω to goad to madness, Eur.

ShortDef

to goad to madness

Debugging

Headword:
ἀνοιστρέω
Headword (normalized):
ἀνοιστρέω
Headword (normalized/stripped):
ανοιστρεω
IDX:
2966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2967
Key:
a)noistre/w

Data

{'content': 'ἀνοιστρέω\n to goad to madness, Eur.', 'key': 'a)noistre/w'}