Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκαλεύω
σκαληνός
σκάλλω
σκαλμός
σκάλοψ
Σκαμάνδριος
Σκάμανδρος
σκανδάληθρον
σκανδαλίζω
σκάνδαλον
σκάνδιξ
σκαπανεύς
σκαπάνη
σκάπτειρα
σκαπτήρ
σκᾶπτον
σκαπτός
σκάπτω
σκαρδαμύσσω
σκαριφησμός
σκατοφάγος
View word page
σκάνδιξ
σκάνδιξ σκάνδιξ, ῑκος, chervil (i. e. chaerophyllum), Ar.
ShortDef
chervil
Debugging
Headword:
σκάνδιξ
Headword (normalized):
σκάνδιξ
Headword (normalized/stripped):
σκανδιξ
IDX:
29634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29669
Key:
ska/ndic
Data
{'content': 'σκάνδιξ\n σκάνδιξ, ῑκος,\n chervil (i. e. chaerophyllum), Ar.', 'key': 'ska/ndic'}