Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκαιουργέω
σκαίρω
σκαλάθυρμα
σκαλαθυρμάτιον
σκαλεύς
σκαλεύω
σκαληνός
σκάλλω
σκαλμός
σκάλοψ
Σκαμάνδριος
Σκάμανδρος
σκανδάληθρον
σκανδαλίζω
σκάνδαλον
σκάνδιξ
σκαπανεύς
σκαπάνη
σκάπτειρα
σκαπτήρ
σκᾶπτον
View word page
Σκαμάνδριος
Σκαμάνδριος Σκᾰμάνδριος, ον, Scamandrian, Il., Soph., etc.

ShortDef

of the Scamander; (pr. n.) Astyanax; Scamandrius son of Strophios
Scamandrian

Debugging

Headword:
Σκαμάνδριος
Headword (normalized):
σκαμάνδριος
Headword (normalized/stripped):
σκαμανδριος
IDX:
29629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29664
Key:
*skama/ndrios

Data

{'content': 'Σκαμάνδριος\n Σκᾰμάνδριος, ον,\n Scamandrian, Il., Soph., etc.', 'key': '*skama/ndrios'}