Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνοικτέος
ἀνοικτίρμων
ἀνοίκτιστος
ἄνοικτος
ἀνοικτός
ἀνοιμώζω
ἀνοιμωκτί
ἀνοίμωκτος
ἄνοιξις
ἀνοιστέος
ἄνοιστος
ἀνοιστρέω
ἀνοκωχεύω
ἀνοκωχή
ἀνολβία
ἄνολβος
ἀνολκή
ἀνολολύζω
ἀνολοφύρομαι
ἀνομαλίζω
ἄνομβρος
View word page
ἄνοιστος
ἄνοιστος ἀναφέρω, fut. ἀνοίσω referred, ἔς τινα to some one for decision, Hdt.
ShortDef
referred
Debugging
Headword:
ἄνοιστος
Headword (normalized):
ἄνοιστος
Headword (normalized/stripped):
ανοιστος
IDX:
2965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2966
Key:
a)/noistos
Data
{'content': 'ἄνοιστος\n ἀναφέρω, fut. ἀνοίσω\n referred, ἔς τινα to some one for decision, Hdt.', 'key': 'a)/noistos'}