σκαιότης
σκαιότης
σκαιότης, ητος, ἡ,
σκαιός III.
lefthandedness, awkwardness, Hdt., Soph., etc.
{
"content": "σκαιότης\n σκαιότης, ητος, ἡ,\n σκαιός III.\n lefthandedness, awkwardness, Hdt., Soph., etc.",
"key": "skaio/ths"
}