Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄνοικος
ἀνοικτέος
ἀνοικτίρμων
ἀνοίκτιστος
ἄνοικτος
ἀνοικτός
ἀνοιμώζω
ἀνοιμωκτί
ἀνοίμωκτος
ἄνοιξις
ἀνοιστέος
ἄνοιστος
ἀνοιστρέω
ἀνοκωχεύω
ἀνοκωχή
ἀνολβία
ἄνολβος
ἀνολκή
ἀνολολύζω
ἀνολοφύρομαι
ἀνομαλίζω
View word page
ἀνοιστέος
ἀνοιστέος verb. adj. of ἀναφέρω, one must report, Soph., Eur.:— one must refer, τι πρός τι Plut.
ShortDef
one must report
Debugging
Headword:
ἀνοιστέος
Headword (normalized):
ἀνοιστέος
Headword (normalized/stripped):
ανοιστεος
IDX:
2964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2965
Key:
a)noiste/os
Data
{'content': 'ἀνοιστέος\n verb. adj. of ἀναφέρω,\n one must report, Soph., Eur.:— one must refer, τι πρός τι Plut.', 'key': 'a)noiste/os'}