Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σίττα
σιτώνης
σιτωνία
σιφλός
σιφλόω
Σίφνιος
Σίφνος
σίφων
σιωπάω
σιωπηλός
σιωπή
σιωπητέος
σκάζω
σκαιός
σκαιότης
σκαιουργέω
σκαίρω
σκαλάθυρμα
σκαλαθυρμάτιον
σκαλεύς
σκαλεύω
View word page
σιωπή
σιωπή σιωπή, ἡ, silence, Soph., Eur., etc.; σιωπὴν ποιεῖν Xen.; ἦν σ. there was a hush or calm, Soph. the habit of silence, Dem. dat. σιωπῇ as adv., in silence, Hom., Attic deriv. uncertain

ShortDef

silence

Debugging

Headword:
σιωπή
Headword (normalized):
σιωπή
Headword (normalized/stripped):
σιωπη
IDX:
29614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29649
Key:
siwph/

Data

{'content': 'σιωπή\n σιωπή, ἡ,\n silence, Soph., Eur., etc.; σιωπὴν ποιεῖν Xen.; ἦν σ. there was a hush or calm, Soph.\n the habit of silence, Dem.\n dat. σιωπῇ as adv., in silence, Hom., Attic\n deriv. uncertain', 'key': 'siwph/'}