Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σιτοφύλακες
σίττα
σιτώνης
σιτωνία
σιφλός
σιφλόω
Σίφνιος
Σίφνος
σίφων
σιωπάω
σιωπηλός
σιωπή
σιωπητέος
σκάζω
σκαιός
σκαιότης
σκαιουργέω
σκαίρω
σκαλάθυρμα
σκαλαθυρμάτιον
σκαλεύς
View word page
σιωπηλός
σιωπηλός σιωπηλός, ή, όν σιωπάω silent, still, quiet, Eur.
ShortDef
silent, still, quiet
Debugging
Headword:
σιωπηλός
Headword (normalized):
σιωπηλός
Headword (normalized/stripped):
σιωπηλος
IDX:
29613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29648
Key:
siwphlo/s
Data
{'content': 'σιωπηλός\n σιωπηλός, ή, όν\n σιωπάω\n silent, still, quiet, Eur.', 'key': 'siwphlo/s'}