Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σιτοπομπία
σῖτος
σιτουργός
σιτοφάγος
σιτοφόρος
σιτοφύλακες
σίττα
σιτώνης
σιτωνία
σιφλός
σιφλόω
Σίφνιος
Σίφνος
σίφων
σιωπάω
σιωπηλός
σιωπή
σιωπητέος
σκάζω
σκαιός
σκαιότης
View word page
σιφλόω
σιφλόω from σιφλός σιφλόω, fut. -ώσω to maim, cripple, bring to misery, Il.
ShortDef
to maim, cripple, bring to misery
Debugging
Headword:
σιφλόω
Headword (normalized):
σιφλόω
Headword (normalized/stripped):
σιφλοω
IDX:
29608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29643
Key:
siflo/w
Data
{'content': 'σιφλόω\n from σιφλός\n σιφλόω,\n fut. -ώσω\n to maim, cripple, bring to misery, Il.', 'key': 'siflo/w'}