Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σιτοποιία
σιτοποιικός
σιτοποιός
σιτοπομπία
σῖτος
σιτουργός
σιτοφάγος
σιτοφόρος
σιτοφύλακες
σίττα
σιτώνης
σιτωνία
σιφλός
σιφλόω
Σίφνιος
Σίφνος
σίφων
σιωπάω
σιωπηλός
σιωπή
σιωπητέος
View word page
σιτώνης
σιτώνης σῑτ-ώνης, ου, ὁ, ὠνέομαι a buyer of corn, a commissary for buying it, Dem.

ShortDef

a buyer of grain, a commissary for buying it

Debugging

Headword:
σιτώνης
Headword (normalized):
σιτώνης
Headword (normalized/stripped):
σιτωνης
IDX:
29605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29640
Key:
sitw/nhs

Data

{'content': 'σιτώνης\n σῑτ-ώνης, ου, ὁ,\n ὠνέομαι\n a buyer of corn, a commissary for buying it, Dem.', 'key': 'sitw/nhs'}