Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σιτοποιέω
σιτοποιία
σιτοποιικός
σιτοποιός
σιτοπομπία
σῖτος
σιτουργός
σιτοφάγος
σιτοφόρος
σιτοφύλακες
σίττα
σιτώνης
σιτωνία
σιφλός
σιφλόω
Σίφνιος
Σίφνος
σίφων
σιωπάω
σιωπηλός
σιωπή
View word page
σίττα
σίττα a cry of drovers to their flocks; when ἀπό follows, to call them off; sht! chit! when πρός, to lead them on, Theocr.
ShortDef
off; sht! chit!
Debugging
Headword:
σίττα
Headword (normalized):
σίττα
Headword (normalized/stripped):
σιττα
IDX:
29604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29639
Key:
si/tta
Data
{'content': 'σίττα\n a cry of drovers to their flocks; when ἀπό follows, to call them off; sht! chit! when πρός, to lead them on, Theocr.', 'key': 'si/tta'}