Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σιτομέτριον
σιτονόμος
σιτοποιέω
σιτοποιία
σιτοποιικός
σιτοποιός
σιτοπομπία
σῖτος
σιτουργός
σιτοφάγος
σιτοφόρος
σιτοφύλακες
σίττα
σιτώνης
σιτωνία
σιφλός
σιφλόω
Σίφνιος
Σίφνος
σίφων
σιωπάω
View word page
σιτοφόρος
σιτοφόρος σῑτο-φόρος, ον, φέρω carrying corn or provisions, Hdt.
ShortDef
carrying grain
Debugging
Headword:
σιτοφόρος
Headword (normalized):
σιτοφόρος
Headword (normalized/stripped):
σιτοφορος
IDX:
29602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29637
Key:
sitofo/ros
Data
{'content': 'σιτοφόρος\n σῑτο-φόρος, ον,\n φέρω\n carrying corn or provisions, Hdt.', 'key': 'sitofo/ros'}