Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σιτομετρία
σιτομέτριον
σιτονόμος
σιτοποιέω
σιτοποιία
σιτοποιικός
σιτοποιός
σιτοπομπία
σῖτος
σιτουργός
σιτοφάγος
σιτοφόρος
σιτοφύλακες
σίττα
σιτώνης
σιτωνία
σιφλός
σιφλόω
Σίφνιος
Σίφνος
σίφων
View word page
σιτοφάγος
σιτοφάγος σῑτο-φάγος (ᾰ), ον, eating corn or bread, Od., Hdt.
ShortDef
eating grain
Debugging
Headword:
σιτοφάγος
Headword (normalized):
σιτοφάγος
Headword (normalized/stripped):
σιτοφαγος
IDX:
29601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29636
Key:
sitofa/gos
Data
{'content': 'σιτοφάγος\n σῑτο-φάγος (ᾰ), ον,\n eating corn or bread, Od., Hdt.', 'key': 'sitofa/gos'}