Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σιτοδότης
σιτολογέω
σιτολογία
σιτολόγος
σιτομέτρης
σιτομετρία
σιτομέτριον
σιτονόμος
σιτοποιέω
σιτοποιία
σιτοποιικός
σιτοποιός
σιτοπομπία
σῖτος
σιτουργός
σιτοφάγος
σιτοφόρος
σιτοφύλακες
σίττα
σιτώνης
σιτωνία
View word page
σιτοποιικός
σιτοποιικός σῑτοποιικός, ή, όν for breadmaking, Xen. from σῑτοποιός
ShortDef
for breadmaking
Debugging
Headword:
σιτοποιικός
Headword (normalized):
σιτοποιικός
Headword (normalized/stripped):
σιτοποιικος
IDX:
29596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29631
Key:
sitopoiiko/s
Data
{'content': 'σιτοποιικός\n σῑτοποιικός, ή, όν\n for breadmaking, Xen.\n from σῑτοποιός', 'key': 'sitopoiiko/s'}