Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνοικίζω
ἀνοικοδομέω
ἄνοικος
ἀνοικτέος
ἀνοικτίρμων
ἀνοίκτιστος
ἄνοικτος
ἀνοικτός
ἀνοιμώζω
ἀνοιμωκτί
ἀνοίμωκτος
ἄνοιξις
ἀνοιστέος
ἄνοιστος
ἀνοιστρέω
ἀνοκωχεύω
ἀνοκωχή
ἀνολβία
ἄνολβος
ἀνολκή
ἀνολολύζω
View word page
ἀνοίμωκτος
ἀνοίμωκτος a_privat., οἰμώζω unlamented, Aesch.
ShortDef
unlamented
Debugging
Headword:
ἀνοίμωκτος
Headword (normalized):
ἀνοίμωκτος
Headword (normalized/stripped):
ανοιμωκτος
IDX:
2962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2963
Key:
a)noi/mwktos
Data
{'content': 'ἀνοίμωκτος\n a_privat., οἰμώζω\n unlamented, Aesch.', 'key': 'a)noi/mwktos'}