Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σιτιστός
σιτοδεία
σιτοδόκος
σιτοδοτέω
σιτοδότης
σιτολογέω
σιτολογία
σιτολόγος
σιτομέτρης
σιτομετρία
σιτομέτριον
σιτονόμος
σιτοποιέω
σιτοποιία
σιτοποιικός
σιτοποιός
σιτοπομπία
σῖτος
σιτουργός
σιτοφάγος
σιτοφόρος
View word page
σιτομέτριον
σιτομέτριον σῑτομέτριον, ου, τό, from σῑτομέτρης a measured portion of corn, NTest.
ShortDef
a measured portion of grain
Debugging
Headword:
σιτομέτριον
Headword (normalized):
σιτομέτριον
Headword (normalized/stripped):
σιτομετριον
IDX:
29592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29627
Key:
sitome/trion
Data
{'content': 'σιτομέτριον\n σῑτομέτριον, ου, τό,\n from σῑτομέτρης\n a measured portion of corn, NTest.', 'key': 'sitome/trion'}