σιτομετρία
σιτομετρία
from σῑτομέτρης
σῑτομετρία, ἡ,
the office of σιτομέτρης, Plut.
{ "content": "σιτομετρία\n from σῑτομέτρης\n σῑτομετρία, ἡ,\n the office of σιτομέτρης, Plut.", "key": "sitometri/a" }