Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σιτίον
σιτιστός
σιτοδεία
σιτοδόκος
σιτοδοτέω
σιτοδότης
σιτολογέω
σιτολογία
σιτολόγος
σιτομέτρης
σιτομετρία
σιτομέτριον
σιτονόμος
σιτοποιέω
σιτοποιία
σιτοποιικός
σιτοποιός
σιτοπομπία
σῖτος
σιτουργός
σιτοφάγος
View word page
σιτομετρία
σιτομετρία from σῑτομέτρης σῑτομετρία, ἡ, the office of σιτομέτρης, Plut.

ShortDef

measured allowance of grain, rations

Debugging

Headword:
σιτομετρία
Headword (normalized):
σιτομετρία
Headword (normalized/stripped):
σιτομετρια
IDX:
29591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29626
Key:
sitometri/a

Data

{'content': 'σιτομετρία\n from σῑτομέτρης\n σῑτομετρία, ἡ,\n the office of σιτομέτρης, Plut.', 'key': 'sitometri/a'}