Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σιτίζω
σιτικός
σιτίον
σιτιστός
σιτοδεία
σιτοδόκος
σιτοδοτέω
σιτοδότης
σιτολογέω
σιτολογία
σιτολόγος
σιτομέτρης
σιτομετρία
σιτομέτριον
σιτονόμος
σιτοποιέω
σιτοποιία
σιτοποιικός
σιτοποιός
σιτοπομπία
σῖτος
View word page
σιτολόγος
σιτολόγος σῑτο-λόγος, ὁ, λέγω a collector of corn or provisions.

ShortDef

a collector of grain

Debugging

Headword:
σιτολόγος
Headword (normalized):
σιτολόγος
Headword (normalized/stripped):
σιτολογος
IDX:
29589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29624
Key:
sitolo/gos

Data

{'content': 'σιτολόγος\n σῑτο-λόγος, ὁ,\n λέγω\n a collector of corn or provisions.', 'key': 'sitolo/gos'}