Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σίτησις
σιτίζω
σιτικός
σιτίον
σιτιστός
σιτοδεία
σιτοδόκος
σιτοδοτέω
σιτοδότης
σιτολογέω
σιτολογία
σιτολόγος
σιτομέτρης
σιτομετρία
σιτομέτριον
σιτονόμος
σιτοποιέω
σιτοποιία
σιτοποιικός
σιτοποιός
σιτοπομπία
View word page
σιτολογία
σιτολογία σῑτολογία, ἡ, a collecting of corn, a foraging, Plut.

ShortDef

a collecting of grain, a foraging

Debugging

Headword:
σιτολογία
Headword (normalized):
σιτολογία
Headword (normalized/stripped):
σιτολογια
IDX:
29588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29623
Key:
sitologi/a

Data

{'content': 'σιτολογία\n σῑτολογία, ἡ,\n a collecting of corn, a foraging, Plut.', 'key': 'sitologi/a'}