Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σιτηρός
σίτησις
σιτίζω
σιτικός
σιτίον
σιτιστός
σιτοδεία
σιτοδόκος
σιτοδοτέω
σιτοδότης
σιτολογέω
σιτολογία
σιτολόγος
σιτομέτρης
σιτομετρία
σιτομέτριον
σιτονόμος
σιτοποιέω
σιτοποιία
σιτοποιικός
σιτοποιός
View word page
σιτολογέω
σιτολογέω σῑτολογέω, fut. -ήσω to collect corn, to forage, Polyb.
ShortDef
to collect grain, to forage
Debugging
Headword:
σιτολογέω
Headword (normalized):
σιτολογέω
Headword (normalized/stripped):
σιτολογεω
IDX:
29587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29622
Key:
sitologe/w
Data
{'content': 'σιτολογέω\n σῑτολογέω,\n fut. -ήσω\n to collect corn, to forage, Polyb.', 'key': 'sitologe/w'}