Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σιτηρέσιον
σιτηρός
σίτησις
σιτίζω
σιτικός
σιτίον
σιτιστός
σιτοδεία
σιτοδόκος
σιτοδοτέω
σιτοδότης
σιτολογέω
σιτολογία
σιτολόγος
σιτομέτρης
σιτομετρία
σιτομέτριον
σιτονόμος
σιτοποιέω
σιτοποιία
σιτοποιικός
View word page
σιτοδότης
σιτοδότης σῑτο-δότης, ου, ὁ, δίδωμι a furnisher of corn.

ShortDef

a furnisher of grain

Debugging

Headword:
σιτοδότης
Headword (normalized):
σιτοδότης
Headword (normalized/stripped):
σιτοδοτης
IDX:
29586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29621
Key:
sitodo/ths

Data

{'content': 'σιτοδότης\n σῑτο-δότης, ου, ὁ,\n δίδωμι\n a furnisher of corn.', 'key': 'sitodo/ths'}