Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνοιδέω
ἀνοικίζω
ἀνοικοδομέω
ἄνοικος
ἀνοικτέος
ἀνοικτίρμων
ἀνοίκτιστος
ἄνοικτος
ἀνοικτός
ἀνοιμώζω
ἀνοιμωκτί
ἀνοίμωκτος
ἄνοιξις
ἀνοιστέος
ἄνοιστος
ἀνοιστρέω
ἀνοκωχεύω
ἀνοκωχή
ἀνολβία
ἄνολβος
ἀνολκή
View word page
ἀνοιμωκτί
ἀνοιμωκτί without need to wail, with impunity, Soph.
ShortDef
without need to wail, with impunity
Debugging
Headword:
ἀνοιμωκτί
Headword (normalized):
ἀνοιμωκτί
Headword (normalized/stripped):
ανοιμωκτι
IDX:
2961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2962
Key:
a)noimwkti/
Data
{'content': 'ἀνοιμωκτί\n without need to wail, with impunity, Soph.', 'key': 'a)noimwkti/'}