Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σιτεύω
σιτηγέω
σιτηγία
σιτηγός
σιτηρέσιον
σιτηρός
σίτησις
σιτίζω
σιτικός
σιτίον
σιτιστός
σιτοδεία
σιτοδόκος
σιτοδοτέω
σιτοδότης
σιτολογέω
σιτολογία
σιτολόγος
σιτομέτρης
σιτομετρία
σιτομέτριον
View word page
σιτιστός
σιτιστός σῑτιστός, ή, όν verb. adj. of σιτίζω, σιτευτός, NTest.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σιτιστός
Headword (normalized):
σιτιστός
Headword (normalized/stripped):
σιτιστος
IDX:
29582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29617
Key:
sitisto/s

Data

{'content': 'σιτιστός\n σῑτιστός, ή, όν\n verb. adj. of σιτίζω, σιτευτός, NTest.', 'key': 'sitisto/s'}