Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σιτευτός
σιτεύω
σιτηγέω
σιτηγία
σιτηγός
σιτηρέσιον
σιτηρός
σίτησις
σιτίζω
σιτικός
σιτίον
σιτιστός
σιτοδεία
σιτοδόκος
σιτοδοτέω
σιτοδότης
σιτολογέω
σιτολογία
σιτολόγος
σιτομέτρης
σιτομετρία
View word page
σιτίον
σιτίον σῑτίον, ου, τό, σῖτος mostly in pl. σιτία grain, corn: food made from grain, bread, ποιεῖσθαι σιτία ἀπὸ ὀλυρέων to feed off spelt, Hdt. generally, food, victuals, provisions, Hdt.; σιτία ἡμερῶν τριῶν three daysʼ provision, of soldiers, Ar.; σιτία καὶ ποτά meat and drink, Plat., Xen. τἀν Πρυτανείῳ σιτία public maintenance in the Prytaneum, Ar.; cf. σίτησις. rarely food for dogs, Xen.

ShortDef

grain: food made from grain, bread

Debugging

Headword:
σιτίον
Headword (normalized):
σιτίον
Headword (normalized/stripped):
σιτιον
IDX:
29581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29616
Key:
siti/on

Data

{'content': 'σιτίον\n σῑτίον, ου, τό,\n σῖτος\n mostly in pl. σιτία\n grain, corn: food made from grain, bread, ποιεῖσθαι σιτία ἀπὸ ὀλυρέων to feed off spelt, Hdt.\n generally, food, victuals, provisions, Hdt.; σιτία ἡμερῶν τριῶν three daysʼ provision, of soldiers, Ar.; σιτία καὶ ποτά meat and drink, Plat., Xen.\n τἀν Πρυτανείῳ σιτία public maintenance in the Prytaneum, Ar.; cf. σίτησις. \n rarely food for dogs, Xen.', 'key': 'siti/on'}