Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σιτέομαι
σιτευτός
σιτεύω
σιτηγέω
σιτηγία
σιτηγός
σιτηρέσιον
σιτηρός
σίτησις
σιτίζω
σιτικός
σιτίον
σιτιστός
σιτοδεία
σιτοδόκος
σιτοδοτέω
σιτοδότης
σιτολογέω
σιτολογία
σιτολόγος
σιτομέτρης
View word page
σιτικός
σιτικός σῑτικός, ή, όν σῖτος of wheat or corn, σ. τροφή Strab.; ὁ σ. νόμος lex frumentaria, Plut.
ShortDef
of wheat
Debugging
Headword:
σιτικός
Headword (normalized):
σιτικός
Headword (normalized/stripped):
σιτικος
IDX:
29580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29615
Key:
sitiko/s
Data
{'content': 'σιτικός\n σῑτικός, ή, όν\n σῖτος\n of wheat or corn, σ. τροφή Strab.; ὁ σ. νόμος lex frumentaria, Plut.', 'key': 'sitiko/s'}