Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σιταγωγός
σιτέομαι
σιτευτός
σιτεύω
σιτηγέω
σιτηγία
σιτηγός
σιτηρέσιον
σιτηρός
σίτησις
σιτίζω
σιτικός
σιτίον
σιτιστός
σιτοδεία
σιτοδόκος
σιτοδοτέω
σιτοδότης
σιτολογέω
σιτολογία
σιτολόγος
View word page
σιτίζω
σιτίζω σῑτίζω, σῖτος to feed, nourish, fatten, Hdt., Ar.:—Pass. = σιτέομαι, to eat, Theocr.
ShortDef
to feed, nourish, fatten
Debugging
Headword:
σιτίζω
Headword (normalized):
σιτίζω
Headword (normalized/stripped):
σιτιζω
IDX:
29579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29614
Key:
siti/zw
Data
{'content': 'σιτίζω\n σῑτίζω,\n σῖτος\n to feed, nourish, fatten, Hdt., Ar.:—Pass. = σιτέομαι, to eat, Theocr.', 'key': 'siti/zw'}