Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σιταγωγία
σιταγωγός
σιτέομαι
σιτευτός
σιτεύω
σιτηγέω
σιτηγία
σιτηγός
σιτηρέσιον
σιτηρός
σίτησις
σιτίζω
σιτικός
σιτίον
σιτιστός
σιτοδεία
σιτοδόκος
σιτοδοτέω
σιτοδότης
σιτολογέω
σιτολογία
View word page
σίτησις
σίτησις σίτησις, εως, σῑτέω an eating, feeding, ἐπὶ σιτήσει for home consumption, Hdt.; σ. ἐν Πρυτανείῳ public maintenance in the Prytaneum, Ar., Plat. food, Hdt.

ShortDef

an eating, feeding

Debugging

Headword:
σίτησις
Headword (normalized):
σίτησις
Headword (normalized/stripped):
σιτησις
IDX:
29578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29613
Key:
si/thsis

Data

{'content': 'σίτησις\n σίτησις, εως,\n σῑτέω\n an eating, feeding, ἐπὶ σιτήσει for home consumption, Hdt.; σ. ἐν Πρυτανείῳ public maintenance in the Prytaneum, Ar., Plat.\n food, Hdt.', 'key': 'si/thsis'}