Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σιταγωγέω
σιταγωγία
σιταγωγός
σιτέομαι
σιτευτός
σιτεύω
σιτηγέω
σιτηγία
σιτηγός
σιτηρέσιον
σιτηρός
σίτησις
σιτίζω
σιτικός
σιτίον
σιτιστός
σιτοδεία
σιτοδόκος
σιτοδοτέω
σιτοδότης
σιτολογέω
View word page
σιτηρός
σιτηρός σῑτηρός, ά, όν of corn, μέτρα σ. corn-measures, Arist.

ShortDef

of grain

Debugging

Headword:
σιτηρός
Headword (normalized):
σιτηρός
Headword (normalized/stripped):
σιτηρος
IDX:
29577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29612
Key:
sithro/s

Data

{'content': 'σιτηρός\n σῑτηρός, ά, όν\n of corn, μέτρα σ. corn-measures, Arist.', 'key': 'sithro/s'}