Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνοίγνυμι
ἀνοιδέω
ἀνοικίζω
ἀνοικοδομέω
ἄνοικος
ἀνοικτέος
ἀνοικτίρμων
ἀνοίκτιστος
ἄνοικτος
ἀνοικτός
ἀνοιμώζω
ἀνοιμωκτί
ἀνοίμωκτος
ἄνοιξις
ἀνοιστέος
ἄνοιστος
ἀνοιστρέω
ἀνοκωχεύω
ἀνοκωχή
ἀνολβία
ἄνολβος
View word page
ἀνοιμώζω
ἀνοιμώζω to wail aloud, Aesch., Thuc.
ShortDef
to wail aloud
Debugging
Headword:
ἀνοιμώζω
Headword (normalized):
ἀνοιμώζω
Headword (normalized/stripped):
ανοιμωζω
IDX:
2960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2961
Key:
a)noimw/zw
Data
{'content': 'ἀνοιμώζω\n to wail aloud, Aesch., Thuc.', 'key': 'a)noimw/zw'}