Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σισυρνοφόρος
Σισύφειος
Σίσυφος
σιταγωγέω
σιταγωγία
σιταγωγός
σιτέομαι
σιτευτός
σιτεύω
σιτηγέω
σιτηγία
σιτηγός
σιτηρέσιον
σιτηρός
σίτησις
σιτίζω
σιτικός
σιτίον
σιτιστός
σιτοδεία
σιτοδόκος
View word page
σιτηγία
σιτηγία σῐτηγία, ἡ, the conveyance or importation of corn, Dem. from σιτηγός
ShortDef
the conveyance of grain
Debugging
Headword:
σιτηγία
Headword (normalized):
σιτηγία
Headword (normalized/stripped):
σιτηγια
IDX:
29574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29609
Key:
sithgi/a
Data
{'content': 'σιτηγία\n σῐτηγία, ἡ,\n the conveyance or importation of corn, Dem.\n from σιτηγός', 'key': 'sithgi/a'}