Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σίσυρνα
σισυρνοφόρος
Σισύφειος
Σίσυφος
σιταγωγέω
σιταγωγία
σιταγωγός
σιτέομαι
σιτευτός
σιτεύω
σιτηγέω
σιτηγία
σιτηγός
σιτηρέσιον
σιτηρός
σίτησις
σιτίζω
σιτικός
σιτίον
σιτιστός
σιτοδεία
View word page
σιτηγέω
σιτηγέω σῑτηγέω, fut. -ήσω from σιτηγός = σιταγωγέω, to convey or transport corn, Dem.: to import corn, παρὰ τινος Dem.

ShortDef

to convey grain

Debugging

Headword:
σιτηγέω
Headword (normalized):
σιτηγέω
Headword (normalized/stripped):
σιτηγεω
IDX:
29573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29608
Key:
sithge/w

Data

{'content': 'σιτηγέω\n σῑτηγέω,\n fut. -ήσω\n from σιτηγός\n = σιταγωγέω, to convey or transport corn, Dem.: to import corn, παρὰ τινος Dem.', 'key': 'sithge/w'}