Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σισυριγχίον
σίσυρνα
σισυρνοφόρος
Σισύφειος
Σίσυφος
σιταγωγέω
σιταγωγία
σιταγωγός
σιτέομαι
σιτευτός
σιτεύω
σιτηγέω
σιτηγία
σιτηγός
σιτηρέσιον
σιτηρός
σίτησις
σιτίζω
σιτικός
σιτίον
σιτιστός
View word page
σιτεύω
σιτεύω σῑτεύω, σῖτος to feed, fatten, Hdt.:—Pass. to feed on, to eat, Plut.

ShortDef

to feed, fatten

Debugging

Headword:
σιτεύω
Headword (normalized):
σιτεύω
Headword (normalized/stripped):
σιτευω
IDX:
29572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29607
Key:
siteu/w

Data

{'content': 'σιτεύω\n σῑτεύω,\n σῖτος\n to feed, fatten, Hdt.:—Pass. to feed on, to eat, Plut.', 'key': 'siteu/w'}