Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σίσυμβρον
σισύρα
σισυριγχίον
σίσυρνα
σισυρνοφόρος
Σισύφειος
Σίσυφος
σιταγωγέω
σιταγωγία
σιταγωγός
σιτέομαι
σιτευτός
σιτεύω
σιτηγέω
σιτηγία
σιτηγός
σιτηρέσιον
σιτηρός
σίτησις
σιτίζω
σιτικός
View word page
σιτέομαι
σιτέομαι σιτέομαι, σῖτος to take food, eat, Od., Hdt. c. acc. to feed on, eat, Hdt.: metaph., σ. ἐλπίδας Aesch.; τὴν σοφίαν Ar.

ShortDef

to take food, eat

Debugging

Headword:
σιτέομαι
Headword (normalized):
σιτέομαι
Headword (normalized/stripped):
σιτεομαι
IDX:
29570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29605
Key:
site/omai

Data

{'content': 'σιτέομαι\n σιτέομαι,\n σῖτος\n to take food, eat, Od., Hdt.\n c. acc. to feed on, eat, Hdt.: metaph., σ. ἐλπίδας Aesch.; τὴν σοφίαν Ar.', 'key': 'site/omai'}