Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σιρός
σίσυμβρον
σισύρα
σισυριγχίον
σίσυρνα
σισυρνοφόρος
Σισύφειος
Σίσυφος
σιταγωγέω
σιταγωγία
σιταγωγός
σιτέομαι
σιτευτός
σιτεύω
σιτηγέω
σιτηγία
σιτηγός
σιτηρέσιον
σιτηρός
σίτησις
σιτίζω
View word page
σιταγωγός
σιταγωγός σῑτ-ᾰγωγός, όν conveying or transporting corn, σ. πλοῖα provision-ships, Hdt.; σ. ναῦς Thuc.
ShortDef
conveying grain
Debugging
Headword:
σιταγωγός
Headword (normalized):
σιταγωγός
Headword (normalized/stripped):
σιταγωγος
IDX:
29569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29604
Key:
sitagwgo/s
Data
{'content': 'σιταγωγός\n σῑτ-ᾰγωγός, όν\n conveying or transporting corn, σ. πλοῖα provision-ships, Hdt.; σ. ναῦς Thuc.', 'key': 'sitagwgo/s'}