Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σιπύη
σίραιον
σιρικόν
σιρός
σίσυμβρον
σισύρα
σισυριγχίον
σίσυρνα
σισυρνοφόρος
Σισύφειος
Σίσυφος
σιταγωγέω
σιταγωγία
σιταγωγός
σιτέομαι
σιτευτός
σιτεύω
σιτηγέω
σιτηγία
σιτηγός
σιτηρέσιον
View word page
Σίσυφος
Σίσυφος Σί_σῠφος, ου, Prob. a redupl. form of σοφός (with Aeolic υ for ο the crafty.) a king of Corinth, noted as the craftiest of men, punished in the shades below, Hom., etc.

ShortDef

the crafty.)

Debugging

Headword:
Σίσυφος
Headword (normalized):
σίσυφος
Headword (normalized/stripped):
σισυφος
IDX:
29566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29601
Key:
*si/sufos

Data

{'content': 'Σίσυφος\n Σί_σῠφος, ου,\n Prob. a redupl. form of σοφός (with Aeolic υ for ο the crafty.)\n a king of Corinth, noted as the craftiest of men, punished in the shades below, Hom., etc.', 'key': '*si/sufos'}