Σισύφειος
Σισύφειος
Σισύφειος, α, ον
Sisyphian, Eur., etc.; fem. Σισυφίς, Theocr.
{
"content": "Σισύφειος\n Σισύφειος, α, ον\n Sisyphian, Eur., etc.; fem. Σισυφίς, Theocr.",
"key": "*sisu/feios"
}