Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγροικίζομαι
ἄγροικος
ἀγροιώτης
ἀγρόνδε
ἀγρονόμος
ἀγρός
ἀγρότερος
ἀγροτήρ
ἀγρότης
ἀγροφύλαξ
ἀγρυπνέω
ἀγρυπνητικός
ἀγρυπνία
ἄγρυπνος
ἀγρώσσω
ἄγρωστις
ἀγρώτης
ἄγυια
ἀγυιᾶτις
Ἀγυιεύς
ἀγυμνασία
View word page
ἀγρυπνέω
ἀγρυπνέω ἄγρυπνος to lie awake, be wakeful, Theogn.; ἀγρυπνεῖν τὴν νύκτα to pass a sleepless night, Xen. metaph. to be watchful, NTest.
ShortDef
to lie awake, be wakeful
Debugging
Headword:
ἀγρυπνέω
Headword (normalized):
ἀγρυπνέω
Headword (normalized/stripped):
αγρυπνεω
IDX:
296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n296
Key:
a)grupne/w
Data
{'content': 'ἀγρυπνέω\n ἄγρυπνος\n to lie awake, be wakeful, Theogn.; ἀγρυπνεῖν τὴν νύκτα to pass a sleepless night, Xen.\n metaph. to be watchful, NTest.', 'key': 'a)grupne/w'}