Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σίον
σίπυδνος
σιπύη
σίραιον
σιρικόν
σιρός
σίσυμβρον
σισύρα
σισυριγχίον
σίσυρνα
σισυρνοφόρος
Σισύφειος
Σίσυφος
σιταγωγέω
σιταγωγία
σιταγωγός
σιτέομαι
σιτευτός
σιτεύω
σιτηγέω
σιτηγία
View word page
σισυρνοφόρος
σισυρνοφόρος from σίσυρνα, φέρω σῐσυρνο-φόρος, ον, wearing a coat of skin, Hdt.

ShortDef

wearing a coat of skin

Debugging

Headword:
σισυρνοφόρος
Headword (normalized):
σισυρνοφόρος
Headword (normalized/stripped):
σισυρνοφορος
IDX:
29564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29599
Key:
sisurnofo/ros

Data

{'content': 'σισυρνοφόρος\n from σίσυρνα, φέρω\n σῐσυρνο-φόρος, ον,\n wearing a coat of skin, Hdt.', 'key': 'sisurnofo/ros'}