Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνόητος
ἄνοια
ἀνοίγνυμι
ἀνοιδέω
ἀνοικίζω
ἀνοικοδομέω
ἄνοικος
ἀνοικτέος
ἀνοικτίρμων
ἀνοίκτιστος
ἄνοικτος
ἀνοικτός
ἀνοιμώζω
ἀνοιμωκτί
ἀνοίμωκτος
ἄνοιξις
ἀνοιστέος
ἄνοιστος
ἀνοιστρέω
ἀνοκωχεύω
ἀνοκωχή
View word page
ἄνοικτος
ἄνοικτος pitiless, ruthless, Eur.:—adv. -τως, without pity, without being pitied, Soph., Eur.

ShortDef

pitiless, ruthless

Debugging

Headword:
ἄνοικτος
Headword (normalized):
ἄνοικτος
Headword (normalized/stripped):
ανοικτος
IDX:
2958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2959
Key:
a)/noiktos

Data

{'content': 'ἄνοικτος\n pitiless, ruthless, Eur.:—adv. -τως, without pity, without being pitied, Soph., Eur.', 'key': 'a)/noiktos'}