Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σίμωμα
σιναμωρέω
σιναμωρία
σινάμωρος
σίναπι
σινδών
σινιάζω
σινίον
σίνις
σίνομαι
σίνος
σίντης
Σίντιες
σίντωρ
Σίνων
Σινωπεύς
Σινώπη
Σινωπίς
σίον
σίπυδνος
σιπύη
View word page
σίνος
σίνος σίνος (σῐ), ος, εος, τό, hurt, harm, mischief, injury, Hdt. of things, a mischief, bane, plague, Aesch.
ShortDef
hurt, harm, mischief, injury
Debugging
Headword:
σίνος
Headword (normalized):
σίνος
Headword (normalized/stripped):
σινος
IDX:
29546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29581
Key:
si/nos
Data
{'content': 'σίνος\n σίνος (σῐ), ος, εος, τό,\n hurt, harm, mischief, injury, Hdt.\n of things, a mischief, bane, plague, Aesch.', 'key': 'si/nos'}