Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνοήμων
ἀνόητος
ἄνοια
ἀνοίγνυμι
ἀνοιδέω
ἀνοικίζω
ἀνοικοδομέω
ἄνοικος
ἀνοικτέος
ἀνοικτίρμων
ἀνοίκτιστος
ἄνοικτος
ἀνοικτός
ἀνοιμώζω
ἀνοιμωκτί
ἀνοίμωκτος
ἄνοιξις
ἀνοιστέος
ἄνοιστος
ἀνοιστρέω
ἀνοκωχεύω
View word page
ἀνοίκτιστος
ἀνοίκτιστος unpitied, unmourned, Anth.
ShortDef
unpitied, unmourned
Debugging
Headword:
ἀνοίκτιστος
Headword (normalized):
ἀνοίκτιστος
Headword (normalized/stripped):
ανοικτιστος
IDX:
2957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2958
Key:
a)noi/ktistos
Data
{'content': 'ἀνοίκτιστος\n unpitied, unmourned, Anth.', 'key': 'a)noi/ktistos'}