Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σίμβλος
σιμικίνθιον
Σιμόεις
σιμός
Σῖμος
σιμότης
σιμόω
σίμωμα
σιναμωρέω
σιναμωρία
σινάμωρος
σίναπι
σινδών
σινιάζω
σινίον
σίνις
σίνομαι
σίνος
σίντης
Σίντιες
σίντωρ
View word page
σινάμωρος
σινάμωρος σῐνά-μωρος (ᾰ), ον, From σίνομαι, -μωρος, v. ἰόμωροι mischievous, c. gen. rei, τῶν ἑωυτοῦ σ. ruining his own affairs, Hdt.

ShortDef

mischievous

Debugging

Headword:
σινάμωρος
Headword (normalized):
σινάμωρος
Headword (normalized/stripped):
σιναμωρος
IDX:
29539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29574
Key:
sina/mwros

Data

{'content': 'σινάμωρος\n σῐνά-μωρος (ᾰ), ον,\n From σίνομαι, -μωρος, v. ἰόμωροι\n mischievous, c. gen. rei, τῶν ἑωυτοῦ σ. ruining his own affairs, Hdt.', 'key': 'sina/mwros'}