Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σιμβλεύω
σιμβλήϊος
σίμβλος
σιμικίνθιον
Σιμόεις
σιμός
Σῖμος
σιμότης
σιμόω
σίμωμα
σιναμωρέω
σιναμωρία
σινάμωρος
σίναπι
σινδών
σινιάζω
σινίον
σίνις
σίνομαι
σίνος
σίντης
View word page
σιναμωρέω
σιναμωρέω σῐνᾰμωρέω, fut. -ήσω σινάμωρος to ravage or destroy wantonly, Hdt.:—Pass. to be treated wantonly, Ar.

ShortDef

to ravage

Debugging

Headword:
σιναμωρέω
Headword (normalized):
σιναμωρέω
Headword (normalized/stripped):
σιναμωρεω
IDX:
29537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29572
Key:
sinamwre/w

Data

{'content': 'σιναμωρέω\n σῐνᾰμωρέω,\n fut. -ήσω\n σινάμωρος\n to ravage or destroy wantonly, Hdt.:—Pass. to be treated wantonly, Ar.', 'key': 'sinamwre/w'}