Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνοδύρομαι
ἀνοήμων
ἀνόητος
ἄνοια
ἀνοίγνυμι
ἀνοιδέω
ἀνοικίζω
ἀνοικοδομέω
ἄνοικος
ἀνοικτέος
ἀνοικτίρμων
ἀνοίκτιστος
ἄνοικτος
ἀνοικτός
ἀνοιμώζω
ἀνοιμωκτί
ἀνοίμωκτος
ἄνοιξις
ἀνοιστέος
ἄνοιστος
ἀνοιστρέω
View word page
ἀνοικτίρμων
ἀνοικτίρμων pitiless, merciless, Soph., Anth.

ShortDef

pitiless, merciless

Debugging

Headword:
ἀνοικτίρμων
Headword (normalized):
ἀνοικτίρμων
Headword (normalized/stripped):
ανοικτιρμων
IDX:
2956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2957
Key:
a)noikti/rmwn

Data

{'content': 'ἀνοικτίρμων\n pitiless, merciless, Soph., Anth.', 'key': 'a)noikti/rmwn'}