Σιμόεις
Σιμόεις
Σῐμόεις, εντος, ὁ,
the river Simois, Il.; contr. Σιμοῦς, οῦντος, Hes.; adj. Σιμοέντιος, contr. Σιμούντιος, α, ον, or ος, ον, Eur.; poet. fem. Σιμοεντίς, ίδος, Eur.; also Σιμοείσιος, ον, Strab.
{ "content": "Σιμόεις\n Σῐμόεις, εντος, ὁ,\n the river Simois, Il.; contr. Σιμοῦς, οῦντος, Hes.; adj. Σιμοέντιος, contr. Σιμούντιος, α, ον, or ος, ον, Eur.; poet. fem. Σιμοεντίς, ίδος, Eur.; also Σιμοείσιος, ον, Strab.", "key": "*simo/eis" }